Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

του πυριτίου

См. также в других словарях:

  • πυριτικό οξύ ή διοξείδιο του πυριτίου (SiO2) — Ουσία αφθονότατη στη φύση, είτε ελεύθερη είτε ενωμένη με άλλα στοιχεία, με τα οποία σχηματίζει τα πυριτικά ορυκτά. Η συνηθέστερη μορφή του π.ο. αντιπροσωπεύεται από τον χαλαζία, που εμφανίζεται σε διάφορες μορφές. Η κρυπτοκρυσταλλική μορφή του… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • πυριτικός — ή, ό, Ν [πυρίτιο] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο 2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο 3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά» (ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που… …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχα υλικά — Υλικά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές κατασκευές και χαρακτηρίζονται από την αντοχή τους στις υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να χάνουν το σχήμα ή τη σκληρότητά τους. Τα π.υ. δεν αντιδρούν χημικά με τα υλικά που έρχονται σε επαφή και, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • σιλίκωση — (Ιατρ.). Μορφή πνευμονοκονίωσης που οφείλεται σε συσσώρευση σκόνης πυριτίου στον πνευμονικό ιστό. Οι κρύσταλλοι του πυρίτιου όταν εισπνέονται, τραυματίζουν το λεπτότατο τοίχωμα των κυψελίδων του πνεύμονα και εισχωρούν στις λεμφικές οδούς του… …   Dictionary of Greek

  • χαλαζίας — Ορυκτό πολύ διαδεδομένο στη φύση, που αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), κύριο συστατικό των περισσότερων εκρηξιγενών, ιζηματογενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων (κυρίως χαλαζιτών, ψαμμιτών, γρανιτών, γνευσίων, φυλλιτών κλπ.).… …   Dictionary of Greek

  • πυριτικά ορυκτά — Αποτελούνται από πυριτικά άλατα (πυρίτιο) με πολύπλοκη δομή, της οποίας η διερεύνηση επιτυγχάνεται μόνο με τη χρησιμοποίηση ακτίνων X. Η βασική μονάδα της δομής τους είναι το τετράεδρο SiO4, που έχει τέσσερις ηλεκτροαρνητικές μονάδες σθένους. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»