-
1 огнетушитель
ο πυροσβεστήραςщёлочно-кислотный - αλκαλικού οξέος. огнеупор το πυρίμαχο (υλικό)легковесный - ελαφρόβαρο/ελαφρύβαρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнетушитель
-
2 варистор
η αντίσταση μεταβλητής τιμήςкарбидокремниевый - από καρβίδιο του πυριτίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > варистор
-
3 обескремнивание
η εξαγωγή/αφαίρεση του πυριτίουη εκπυριτίωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обескремнивание
-
4 кремнезёмный
επ.του πυριτίου. -
5 кремнистый
επ.πετρώδης, λιθοσκεπής, γεμάτος πέτρες. || μτφ. σκληρός, άκαμπτος.επ.πυριτικός, του πυρίτιου•-ые соединения πυριτικές ενώσεις.
|| πυριτιούχος. -
6 концентрат
1. (продукт обогащения руд) το εμπλουτισμένο ορυκτό/μετάλλευμαсуммарный - συνολικό -, τελικό -2. (пищевой продукт) η συμπυκνωμένη τροφή, η αφυδατωμένη τροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентрат
См. также в других словарях:
πυριτικό οξύ ή διοξείδιο του πυριτίου (SiO2) — Ουσία αφθονότατη στη φύση, είτε ελεύθερη είτε ενωμένη με άλλα στοιχεία, με τα οποία σχηματίζει τα πυριτικά ορυκτά. Η συνηθέστερη μορφή του π.ο. αντιπροσωπεύεται από τον χαλαζία, που εμφανίζεται σε διάφορες μορφές. Η κρυπτοκρυσταλλική μορφή του… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
πυριτικός — ή, ό, Ν [πυρίτιο] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο 2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο 3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά» (ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που… … Dictionary of Greek
πυρίμαχα υλικά — Υλικά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές κατασκευές και χαρακτηρίζονται από την αντοχή τους στις υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να χάνουν το σχήμα ή τη σκληρότητά τους. Τα π.υ. δεν αντιδρούν χημικά με τα υλικά που έρχονται σε επαφή και, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
σιλίκωση — (Ιατρ.). Μορφή πνευμονοκονίωσης που οφείλεται σε συσσώρευση σκόνης πυριτίου στον πνευμονικό ιστό. Οι κρύσταλλοι του πυρίτιου όταν εισπνέονται, τραυματίζουν το λεπτότατο τοίχωμα των κυψελίδων του πνεύμονα και εισχωρούν στις λεμφικές οδούς του… … Dictionary of Greek
χαλαζίας — Ορυκτό πολύ διαδεδομένο στη φύση, που αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), κύριο συστατικό των περισσότερων εκρηξιγενών, ιζηματογενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων (κυρίως χαλαζιτών, ψαμμιτών, γρανιτών, γνευσίων, φυλλιτών κλπ.).… … Dictionary of Greek
πυριτικά ορυκτά — Αποτελούνται από πυριτικά άλατα (πυρίτιο) με πολύπλοκη δομή, της οποίας η διερεύνηση επιτυγχάνεται μόνο με τη χρησιμοποίηση ακτίνων X. Η βασική μονάδα της δομής τους είναι το τετράεδρο SiO4, που έχει τέσσερις ηλεκτροαρνητικές μονάδες σθένους. Η… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek